lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δέρνω στα ρωσικά

Λέξη:
δέρνω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (10):
одолевать, осиливать, побеждать, преодолевать, приударять, ударять, ушибать, валить, колотить, стукать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά δέρνω, δέρνω το παιδί μου, δέρνω τη γυναίκα μου, δέρνω τα παιδιά μου, δέρνω συνώνυμα, δέρνω στα ρωσικά, одолевать στα ελληνικά
δέρνω στα ρωσικά