lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δουλεύω στα γαλλικά

Λέξη:
δουλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (12):
besogner, confectionner, exécuter, fabriquer, faire, ficher, fortune, oeuvrer, rendre, travailler, turbiner, veiller
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά δουλεύω, δουλεύω ψιλό γαζί, δουλεύω συνώνυμα, δουλεύω στην μπουλντόζα, δουλεύω σε καφετέρια, δουλεύω σαν σκυλί, δουλεύω στα γαλλικά, besogner στα ελληνικά
δουλεύω στα γαλλικά