lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δουλεύω στα ισπανικά

Λέξη:
δουλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (15):
confeccionar, construir, crear, fabricar, funcionar, hacer, hacerse, laborar, labrar, obrar, operar, ponerse, realizar, sudar, trabajar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά δουλεύω, δουλεύω ψιλό γαζί, δουλεύω συνώνυμα, δουλεύω στην μπουλντόζα, δουλεύω σε καφετέρια, δουλεύω σαν σκυλί, δουλεύω στα ισπανικά, confeccionar στα ελληνικά
δουλεύω στα ισπανικά