lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δουλεύω στα πολωνική

Λέξη:
δουλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
pracować, robić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική δουλεύω, δουλεύω ψιλό γαζί, δουλεύω συνώνυμα, δουλεύω στην μπουλντόζα, δουλεύω σε καφετέρια, δουλεύω σαν σκυλί, δουλεύω στα πολωνική, pracować στα ελληνικά
δουλεύω στα πολωνική