lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δουλεύω στα ιταλικά

Λέξη:
δουλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (7):
lavorare, operare, combinare, confezionare, fabbricare, fare, rendere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά δουλεύω, δουλεύω ψιλό γαζί, δουλεύω συνώνυμα, δουλεύω στην μπουλντόζα, δουλεύω σε καφετέρια, δουλεύω σαν σκυλί, δουλεύω στα ιταλικά, lavorare στα ελληνικά
δουλεύω στα ιταλικά