lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δουλεύω στα γερμανικά

Λέξη:
δουλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (16):
anfertigen, anstellen, arbeiten, ausführen, erschaffen, erzeugen, funktionieren, gearbeitet, gemacht, herstellen, kreieren, machen, tun, verrichten, wirken, ziehen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά δουλεύω, δουλεύω ψιλό γαζί, δουλεύω συνώνυμα, δουλεύω στην μπουλντόζα, δουλεύω σε καφετέρια, δουλεύω σαν σκυλί, δουλεύω στα γερμανικά, anfertigen στα ελληνικά
δουλεύω στα γερμανικά