lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δουλεύω στα φινλανδικά

Λέξη:
δουλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (6):
raataa, työskennellä, aikaansaada, ajaa, tehdä, valmistaa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά δουλεύω, δουλεύω ψιλό γαζί, δουλεύω συνώνυμα, δουλεύω στην μπουλντόζα, δουλεύω σε καφετέρια, δουλεύω σαν σκυλί, δουλεύω στα φινλανδικά, raataa στα ελληνικά
δουλεύω στα φινλανδικά