lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δουλεύω στα λιθουανική

Λέξη:
δουλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λιθουανική
Μεταφράσεις (3):
dirbti, veikti, gaminti
Σχετικές λέξεις:
λιθουανική δουλεύω, δουλεύω ψιλό γαζί, δουλεύω συνώνυμα, δουλεύω στην μπουλντόζα, δουλεύω σε καφετέρια, δουλεύω σαν σκυλί, δουλεύω στα λιθουανική, dirbti στα ελληνικά
δουλεύω στα λιθουανική