lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δουλεύω στα αγγλικά

Λέξη:
δουλεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-αγγλικά
Μεταφράσεις (16):
act, become, conjure, do, get, got, gotten, imbrute, make, operate, ought, proofread, render, take, wale, work
Σχετικές λέξεις:
αγγλικά δουλεύω, δουλεύω ψιλό γαζί, δουλεύω συνώνυμα, δουλεύω στην μπουλντόζα, δουλεύω σε καφετέρια, δουλεύω σαν σκυλί, δουλεύω στα αγγλικά, act στα ελληνικά
δουλεύω στα αγγλικά