lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρίβω στα γαλλικά

Λέξη:
τρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (20):
assaillir, attaquer, briquer, effacer, essuyer, excorier, frictionner, frotter, gommer, malaxer, oindre, ressuyer, râper, récurer, tamponner, torcher, écurer, élimer, éponger, érailler
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά τρίβω, τρίβω συνωνυμα, τρίβω στα αγγλικά, τρίβω στα γαλλικά, assaillir στα ελληνικά
τρίβω στα γαλλικά