lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρίβω στα δανική

Λέξη:
τρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (7):
angribe, gnide, skrubbe, skure, skurv, rive, viske
Σχετικές λέξεις:
δανική τρίβω, τρίβω συνωνυμα, τρίβω στα αγγλικά, τρίβω στα δανική, angribe στα ελληνικά
τρίβω στα δανική