lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρίβω στα λευκορωσίας

Λέξη:
τρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
дзерці, драць, шараваць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας τρίβω, τρίβω συνωνυμα, τρίβω στα αγγλικά, τρίβω στα λευκορωσίας, дзерці στα ελληνικά
τρίβω στα λευκορωσίας