lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρίβω στα ιταλικά

Λέξη:
τρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (6):
assalire, fregare, strofinare, grattugiare, asciugare, cancellare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά τρίβω, τρίβω συνωνυμα, τρίβω στα αγγλικά, τρίβω στα ιταλικά, assalire στα ελληνικά
τρίβω στα ιταλικά