lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρίβω στα ουγγρική

Λέξη:
τρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (3):
dörzsölni, dörzsöl, súrolni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική τρίβω, τρίβω συνωνυμα, τρίβω στα αγγλικά, τρίβω στα ουγγρική, dörzsölni στα ελληνικά
τρίβω στα ουγγρική