lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρίβω στα ρωσικά

Λέξη:
τρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (11):
атаковать, вытереть, вытирать, мыть, нападать, натирать, подтирать, потирать, протирать, тереть, утереть
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά τρίβω, τρίβω συνωνυμα, τρίβω στα αγγλικά, τρίβω στα ρωσικά, атаковать στα ελληνικά
τρίβω στα ρωσικά