lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

τρίβω στα ουκρανικά

Λέξη:
τρίβω (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (6):
поросль, рашпіль, терти, труться, чагарник, чистити
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά τρίβω, τρίβω συνωνυμα, τρίβω στα αγγλικά, τρίβω στα ουκρανικά, поросль στα ελληνικά
τρίβω στα ουκρανικά