lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελάττωμα στα γερμανικά

Λέξη:
ελάττωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (29):
absenz, abwesenheit, defekt, defizit, entbehrung, fehlbetrag, fehlen, fehler, fleck, gebrechen, irrtum, klecks, knappheit, laster, lücke, macke, makel, mangel, mangelhaftigkeit, manko, nachteil, not, panne, schandfleck, schmutzfleck, schnitzer, schönheitsfehler, täuschung, untugend
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ελάττωμα, πραγματικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, ελάττωμα συνώνυμο, ελάττωμα συνώνυμα, ελάττωμα στα γερμανικά, absenz στα ελληνικά
ελάττωμα στα γερμανικά