lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελάττωμα στα φινλανδικά

Λέξη:
ελάττωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (16):
alijäämä, epäkohta, erehdys, erhe, hairahdus, haitta, kato, kommellus, läikkä, pahe, poissaolo, puute, tahra, tarve, vika, virhe
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά ελάττωμα, πραγματικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, ελάττωμα συνώνυμο, ελάττωμα συνώνυμα, ελάττωμα στα φινλανδικά, alijäämä στα ελληνικά
ελάττωμα στα φινλανδικά