lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελάττωμα στα πολωνική

Λέξη:
ελάττωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (9):
brak, błąd, defekt, feler, niedostatek, omyłka, skaza, usterka, wada
Σχετικές λέξεις:
πολωνική ελάττωμα, πραγματικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, ελάττωμα συνώνυμο, ελάττωμα συνώνυμα, ελάττωμα στα πολωνική, brak στα ελληνικά
ελάττωμα στα πολωνική