lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελάττωμα στα νορβηγικά

Λέξη:
ελάττωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (31):
avsaknad, avvikelse, blunder, bommert, brist, defekt, fadese, feil, fiasko, flekk, fravær, glemsomhet, hake, knapphet, last, mangel, men, misgrep, misstag, mistak, sakna, saknad, savn, skavank, skyld, svikt, tabbe, uenighet, ulempe, uvane, villfarelse
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά ελάττωμα, πραγματικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, ελάττωμα συνώνυμο, ελάττωμα συνώνυμα, ελάττωμα στα νορβηγικά, avsaknad στα ελληνικά
ελάττωμα στα νορβηγικά