lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελάττωμα στα ιταλικά

Λέξη:
ελάττωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (24):
anomalia, assenza, bisogno, carenza, carestia, chiazza, colpa, deficit, difetto, errore, esigenza, fallo, granchio, imperfezione, inconveniente, insufficienza, macchia, mancanza, penuria, sbaglio, scarsità, stento, svista, vizio
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ελάττωμα, πραγματικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, ελάττωμα συνώνυμο, ελάττωμα συνώνυμα, ελάττωμα στα ιταλικά, anomalia στα ελληνικά
ελάττωμα στα ιταλικά