lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελάττωμα στα ρωσικά

Λέξη:
ελάττωμα (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (19):
бедность, дефект, дефицит, диатез, заблуждение, изъян, недостаток, недостача, необеспеченность, неполадка, нехватка, оплошность, отклонение, ошибка, повреждаемость, порок, пятно, рванина, слабость
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ελάττωμα, πραγματικό ελάττωμα, νομικό ελάττωμα, κατασκευαστικό ελάττωμα, ελάττωμα συνώνυμο, ελάττωμα συνώνυμα, ελάττωμα στα ρωσικά, бедность στα ελληνικά
ελάττωμα στα ρωσικά