lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελαττωματικός στα γερμανικά

Λέξη:
ελαττωματικός (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (18):
abwegig, falsch, fehlerhaft, gebrechlich, inkorrekt, irre, irrig, irrtümlich, lasterhaft, mangelhaft, schadhaft, schief, unecht, unrichtig, unvollkommen, unzutreffend, verkehrt, verkrüppelt
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ελαττωματικός, ελαττωματικόσ κάδοσ bucket, ελαττωματικός στα αγγλικά, ελαττωματικός κάδος, ελαττωματικός στα γερμανικά, abwegig στα ελληνικά
ελαττωματικός στα γερμανικά