lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελαττωματικός στα ουκρανικά

Λέξη:
ελαττωματικός (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (8):
дефектний, зіпсований, недосконалий, нездоровий, неправильний, помилковий, порочний, хибний
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ελαττωματικός, ελαττωματικόσ κάδοσ bucket, ελαττωματικός στα αγγλικά, ελαττωματικός κάδος, ελαττωματικός στα ουκρανικά, дефектний στα ελληνικά
ελαττωματικός στα ουκρανικά