lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελαττωματικός στα ρωσικά

Λέξη:
ελαττωματικός (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (11):
дефектный, калека, ложный, неверный, неидеальный, несовершенный, ошибочен, ошибочный, поддельный, увечный, фальшивый
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά ελαττωματικός, ελαττωματικόσ κάδοσ bucket, ελαττωματικός στα αγγλικά, ελαττωματικός κάδος, ελαττωματικός στα ρωσικά, дефектный στα ελληνικά
ελαττωματικός στα ρωσικά