lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελαττωματικός στα σουηδικά

Λέξη:
ελαττωματικός (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (7):
fel, felaktig, mangelfull, vanför, bristfällig, defekt, underhaltig
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά ελαττωματικός, ελαττωματικόσ κάδοσ bucket, ελαττωματικός στα αγγλικά, ελαττωματικός κάδος, ελαττωματικός στα σουηδικά, fel στα ελληνικά
ελαττωματικός στα σουηδικά