lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελαττωματικός στα ιταλικά

Λέξη:
ελαττωματικός (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (14):
difettoso, errante, errato, erroneo, falso, fasullo, guasto, infermo, infido, invalido, posticcio, sbagliato, scorretto, vizioso
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά ελαττωματικός, ελαττωματικόσ κάδοσ bucket, ελαττωματικός στα αγγλικά, ελαττωματικός κάδος, ελαττωματικός στα ιταλικά, difettoso στα ελληνικά
ελαττωματικός στα ιταλικά