lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ελαττωματικός στα πορτογαλικά

Λέξη:
ελαττωματικός (Αριθμός των γραμμάτων: 13)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
defectivo, deficiente, desacertado, erróneo, falso, falto, incorrecto, inválido, manco, vicioso
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ελαττωματικός, ελαττωματικόσ κάδοσ bucket, ελαττωματικός στα αγγλικά, ελαττωματικός κάδος, ελαττωματικός στα πορτογαλικά, defectivo στα ελληνικά
ελαττωματικός στα πορτογαλικά