lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

μυρίζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
μυρίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (8):
cheirar, encontrares, experimentar, palpar, sentir, tentar, cerrar, olhadelas
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά μυρίζω, μυρίζω τα νύχια μου, μυρίζω συνωνυμα, μυρίζω σκόρδο, μυρίζω άσχημα, δεν μυρίζω, μυρίζω στα πορτογαλικά, cheirar στα ελληνικά
μυρίζω στα πορτογαλικά