lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οδηγώ στα γερμανικά

Λέξη:
οδηγώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (15):
befahrene, dirigieren, fahren, führen, gefahren, geführt, gehen, handeln, heimfahren, hinfahren, leiten, lenken, reiten, rennen, steuern
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά οδηγώ, οδηγώ συνώνυμα, οδηγώ παθητική μετοχή, οδηγώ ονειροκρίτης, οδηγώ με ασφάλεια, οδηγώ κλίση, οδηγώ στα γερμανικά, befahrene στα ελληνικά
οδηγώ στα γερμανικά