lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οδηγώ στα φινλανδικά

Λέξη:
οδηγώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (9):
astua, kiiriä, kuljettaa, kulkea, ohjata, kyyditä, opastaa, saattaa, suunnata
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά οδηγώ, οδηγώ συνώνυμα, οδηγώ παθητική μετοχή, οδηγώ ονειροκρίτης, οδηγώ με ασφάλεια, οδηγώ κλίση, οδηγώ στα φινλανδικά, astua στα ελληνικά
οδηγώ στα φινλανδικά