lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οδηγώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
οδηγώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (15):
administrar, agir, andar, caminhar, capitanear, carminar, conduzir, conduzisse, dirigir, gerir, guiar, ir, levar, manejar, rodar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά οδηγώ, οδηγώ συνώνυμα, οδηγώ παθητική μετοχή, οδηγώ ονειροκρίτης, οδηγώ με ασφάλεια, οδηγώ κλίση, οδηγώ στα πορτογαλικά, administrar στα ελληνικά
οδηγώ στα πορτογαλικά