lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οδηγώ στα ιταλικά

Λέξη:
οδηγώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (10):
andare, guidare, condurre, dirigere, governare, indirizzare, menare, reggere, tirare, vetta
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά οδηγώ, οδηγώ συνώνυμα, οδηγώ παθητική μετοχή, οδηγώ ονειροκρίτης, οδηγώ με ασφάλεια, οδηγώ κλίση, οδηγώ στα ιταλικά, andare στα ελληνικά
οδηγώ στα ιταλικά