lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οδηγώ στα νορβηγικά

Λέξη:
οδηγώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (23):
betjene, bile, bæra, dirigere, dra, driva, drive, fara, fare, føre, guide, gå, handbok, kjøre, leda, lede, leie, reise, resa, stelle, styre, veilede, åka
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά οδηγώ, οδηγώ συνώνυμα, οδηγώ παθητική μετοχή, οδηγώ ονειροκρίτης, οδηγώ με ασφάλεια, οδηγώ κλίση, οδηγώ στα νορβηγικά, betjene στα ελληνικά
οδηγώ στα νορβηγικά