lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

οδηγώ στα δανική

Λέξη:
οδηγώ (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (13):
betjene, bile, da, dirigere, drive, fare, føre, guide, gå, lede, stelle, styre, vejlede
Σχετικές λέξεις:
δανική οδηγώ, οδηγώ συνώνυμα, οδηγώ παθητική μετοχή, οδηγώ ονειροκρίτης, οδηγώ με ασφάλεια, οδηγώ κλίση, οδηγώ στα δανική, betjene στα ελληνικά
οδηγώ στα δανική