lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σταματώ στα δανική

Λέξη:
σταματώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (9):
ophøre, rast, standse, stoppe, arrestere, beholde, bevare, hindre, holde
Σχετικές λέξεις:
δανική σταματώ, σταματώ συνώνυμα, σταματώ λατινικά, σταματώ κλίση, σταματώ conjugation, σταματάω το κάπνισμα, σταματώ στα δανική, ophøre στα ελληνικά
σταματώ στα δανική