lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σταματώ στα ιταλικά

Λέξη:
σταματώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (13):
arginare, arrestare, conservare, fermare, fermarsi, intercettare, interrompere, mantenere, ritenere, smettere, sospendere, sostare, trattenere
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά σταματώ, σταματώ συνώνυμα, σταματώ λατινικά, σταματώ κλίση, σταματώ conjugation, σταματάω το κάπνισμα, σταματώ στα ιταλικά, arginare στα ελληνικά
σταματώ στα ιταλικά