lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σταματώ στα νορβηγικά

Λέξη:
σταματώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (12):
avblåsa, avbryte, beholde, bevare, hemme, hindre, holde, nedlegge, oppholde, rast, stokka, stoppe
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά σταματώ, σταματώ συνώνυμα, σταματώ λατινικά, σταματώ κλίση, σταματώ conjugation, σταματάω το κάπνισμα, σταματώ στα νορβηγικά, avblåsa στα ελληνικά
σταματώ στα νορβηγικά