lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σταματώ στα λευκορωσίας

Λέξη:
σταματώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (3):
стрымліваць, затрымліваць, спыняць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας σταματώ, σταματώ συνώνυμα, σταματώ λατινικά, σταματώ κλίση, σταματώ conjugation, σταματάω το κάπνισμα, σταματώ στα λευκορωσίας, стрымліваць στα ελληνικά
σταματώ στα λευκορωσίας