lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σταματώ στα σουηδικά

Λέξη:
σταματώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-σουηδικά
Μεταφράσεις (11):
anhalt, anstånd, avblåsa, avhålla, försena, nedlägga, rast, stanna, stocka, tveka, uppehålla
Σχετικές λέξεις:
σουηδικά σταματώ, σταματώ συνώνυμα, σταματώ λατινικά, σταματώ κλίση, σταματώ conjugation, σταματάω το κάπνισμα, σταματώ στα σουηδικά, anhalt στα ελληνικά
σταματώ στα σουηδικά