lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σταματώ στα φινλανδικά

Λέξη:
σταματώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (6):
katkaista, keskeyttää, lakata, lopettaa, pidättää, viivyttää
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά σταματώ, σταματώ συνώνυμα, σταματώ λατινικά, σταματώ κλίση, σταματώ conjugation, σταματάω το κάπνισμα, σταματώ στα φινλανδικά, katkaista στα ελληνικά
σταματώ στα φινλανδικά