lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σταματώ στα ρωσικά

Λέξη:
σταματώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (8):
вешать, перервать, прекращать, прервать, прерывать, сдерживать, задерживать, останавливать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά σταματώ, σταματώ συνώνυμα, σταματώ λατινικά, σταματώ κλίση, σταματώ conjugation, σταματάω το κάπνισμα, σταματώ στα ρωσικά, вешать στα ελληνικά
σταματώ στα ρωσικά