lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σταματώ στα πορτογαλικά

Λέξη:
σταματώ (Αριθμός των γραμμάτων: 7)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (10):
suspender, apreender, capturar, detentor, moderar, prender, demorar, interromper, parar, retardar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά σταματώ, σταματώ συνώνυμα, σταματώ λατινικά, σταματώ κλίση, σταματώ conjugation, σταματάω το κάπνισμα, σταματώ στα πορτογαλικά, suspender στα ελληνικά
σταματώ στα πορτογαλικά