lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δικάζω στα ισπανικά

Λέξη:
δικάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ισπανικά
Μεταφράσεις (12):
calificar, conceptuar, creer, estimar, imaginarse, instalar, juzgar, opinar, pensar, plantar, posarse, sentar
Σχετικές λέξεις:
ισπανικά δικάζω, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω translated, δικάζω στα ισπανικά, calificar στα ελληνικά
δικάζω στα ισπανικά