lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δικάζω στα τσεχική

Λέξη:
δικάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (28):
hodlat, hodnotit, kritizovat, myslet, myslit, mínit, ocenit, oceňovat, odhadnout, odhadovat, odsoudit, osadit, osázet, posoudit, postavit, posuzovat, přemýšlet, rozhodnout, rozhodovat, rozsoudit, soudit, upevnit, uvažovat, vsadit, věřit, zapouštět, zapustit, zasadit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική δικάζω, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω translated, δικάζω στα τσεχική, hodlat στα ελληνικά
δικάζω στα τσεχική