lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δικάζω στα φινλανδικά

Λέξη:
δικάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (7):
tuomita, istuttaa, juurruttaa, arvella, laskea, luulla, uskoa
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά δικάζω, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω translated, δικάζω στα φινλανδικά, tuomita στα ελληνικά
δικάζω στα φινλανδικά