lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δικάζω στα ουγγρική

Λέξη:
δικάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (10):
bíró, elültetni, növény, ültet, ültetni, bíráskodik, ítél, ítélkezik, ítélkezni, ítélni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική δικάζω, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω translated, δικάζω στα ουγγρική, bíró στα ελληνικά
δικάζω στα ουγγρική