lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δικάζω στα πορτογαλικά

Λέξη:
δικάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
achar, acreditar, crer, estimar, fincar, imaginares, judiciar, julgar, opinar, pensar, plantar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά δικάζω, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω translated, δικάζω στα πορτογαλικά, achar στα ελληνικά
δικάζω στα πορτογαλικά