lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δικάζω στα ρωσικά

Λέξη:
δικάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (7):
поселять, осуждать, насаждать, верить, думать, мнить, полагать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά δικάζω, δικάζω στα αγγλικά, δικάζω αρχικοι χρονοι, δικάζω translated, δικάζω στα ρωσικά, поселять στα ελληνικά
δικάζω στα ρωσικά