lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κατευνάζω στα ιταλικά

Λέξη:
κατευνάζω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (25):
abbonacciare, accontentare, acquietare, addolcire, allentare, alleviare, ammansire, annacquare, attenuare, attutire, calmare, calmarsi, contentare, lenire, mitigare, moderare, pacare, pacificare, placare, rassicurare, saziare, smorzare, sopire, temperare, tranquillizzare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά κατευνάζω, κατευνάζω τα πνεύματα, κατευνάζω συνώνυμα, κατευνάζω αντωνυμο, κατευθύνω συνωνυμο, κατευθύνω βικιλεξικο, κατευνάζω στα ιταλικά, abbonacciare στα ελληνικά
κατευνάζω στα ιταλικά